- σιδηρ-
- см. σιδερ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκούς — ή, ούν / χαλκοῡς, ῆ, οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, έα και ιων. τ. έη, ον, θηλ. και ος, και επικ. τ. χάλκειος, είη, ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, ΐη, ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, ία, ον, Α (λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις … Dictionary of Greek
ζυμουργός — ζυμουργός, όν (Α) αυτός που παρασκευάζει ζύμη, προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
κεραμουργός — ο (Α κεραμουργός) κεραμοποιός, κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ ουργός, ταπητ ουργός] … Dictionary of Greek
κικιουργός — κικιουργός, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει κίκι*, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
κρεουργός — κρεουργός, όν (Α) 1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρεουργός ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας 3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ουργός… … Dictionary of Greek
κρηπιδουργός — κρηπιδουργός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
λειουργός — λειουργός, ὁ (Α) επιγρ. λιθοξόος, μαρμαρογλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + Fοργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός. Η μορφή τού β συνθετικού Fοργός μαρτυρείται σε σύνθ. τής Μυκηναϊκής (πρβλ. tokoso woko: τοξο Fοργός)] … Dictionary of Greek
μαχαιρουργός — μαχαιρουργός, όν (Μ) μαχαιροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
μολοχίτης — μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α) φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα ίτης/ ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ ίτης, σιδηρ ίτις)] … Dictionary of Greek
νεβρίτις — νεβρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) ο νεβρίτης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μολοχ ίτις, σιδηρ ίτις)] … Dictionary of Greek
ορειχαλκουργός — ο τεχνίτης που κατεργάζεται τον ορείχαλκο, κατασκευαστής ορειχάλκινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορείχαλκος + ουργός (< έργο), πρβλ. σιδηρ ουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής] … Dictionary of Greek